λογικεύομαι

λογικεύομαι
λογικεύομαι, λογικεύτηκα, λογικευμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λογικεύομαι — (AM λογικεύομαι) [λογικός] σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες τής λογικής νεοελλ. γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό αρχ. 1. προικίζω με λογική 2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα… …   Dictionary of Greek

  • λογικεύομαι — λογικεύτηκα, λογικευμένος, σκέφτομαι λογικά: Λογικεύτηκε και τελικά δεν έφυγε από το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογικευόμενον — λογικεύομαι to be merely arguing pres part mp masc acc sg λογικεύομαι to be merely arguing pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικευθεῖσαι — λογικεύομαι to be merely arguing aor part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικευομένη — λογικεύομαι to be merely arguing pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικεύεσθαι — λογικεύομαι to be merely arguing pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικεύεται — λογικεύομαι to be merely arguing pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογικεύηται — λογικεύομαι to be merely arguing pres subj mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”